- τεμπελχανάς
- οπληθ. -άδες, θηλ. -ού αρχιτεμπέλης, πολύ οκνηρός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμπελχανάς — ο, θηλ. τεμπελχανού, Ν (για πρόσ.) τεμπέλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων» κατά το αρσ. σε άς] … Dictionary of Greek
κωλοχανείο — το 1. χαμαιτυπείο στο οποίο προσφέρεται και πρωκτική συνουσία 2. μτφ. χώρος όπου επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + χανείο κατά το τεμπελχανείο < τεμπελχανάς < τουρκ. tembel hane «κατοικία τεμπέληδων»] … Dictionary of Greek
τεμπελχανείο — και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
τεμπελχανεύω — και τεμπελχανιάζω Ν [τεμπελχανάς] τεμπελιάζω πάρα πολύ … Dictionary of Greek